διλήμματον

διλήμματον
διλήμματος
involving two propositions
masc/fem acc sg
διλήμματος
involving two propositions
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δίλημμα — Σύνθετος συλλογισμός που περιέχει δύο αντιθετικές προτάσεις· θέση αμηχανίας στην οποία βρίσκεται κανείς προκειμένου να επιλέξει μεταξύ δύο αποφάσεων· απορία που οδηγεί σε δύο αντίθετες απόψεις ή λύσεις· η δυσχέρεια επιλογής μεταξύ ενός ζεύγους… …   Dictionary of Greek

  • διλήμματος — ο (Α διλήμματος, ον) [δίλημμα] αυτός που περιέχει δύο προτάσεις αρχ. 1. διφορούμενος 2. αυτός που έχει δύο λαβές 3. το ουδ. ως ουσ. το διλήμματον α) δίλημμα β) επιχείρημα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”